πάτρωνας

πάτρωνας
πάτρωνας, ο και πάτρονας, ο
1. Ρωμαίος πολίτης και προστάτης δούλου που απελευθερώθηκε.
2. προστάτης, υποστηριχτής, καθοδηγητής κάποιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πάτρωνας — Πάτρων patronus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρωνας — πάτρων patronus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η …   Dictionary of Greek

  • χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… …   Dictionary of Greek

  • πατερναλισμός — ο (λ. γαλλ.), κατάσταση κοινωνική ή κρατική στην οποία μόνο ο πάτρωνας (προστάτης) έχει αυθεντικό λόγο σε κάθε ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”